Η Φανί Αρντάν ζει σαν Αθηναία

Aπό τις αρχές Μαρτίου η Γαλλίδα σταρ μένει σε ένα σπίτι στην Πλάκα, για να ζει σαν
Αθηναία. Και κάθε μέρα πηγαίνει στο δεύτερο «σπίτι» της: την ΕΛΣ, όπου στις 12 Μαΐου θα
κάνει πρεμιέρα η όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε δική
της σκηνοθεσία.

Στην πλατεία Συντάγματος γινόταν διαδήλωση. Ηταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα και η
κουβέντα μας, για τη μεγάλη συνέντευξή της που δημοσιεύεται στο τεύχος Μαρτίου-
Απριλίου του περιοδικού Blue της Aegean, είχε υπόκρουση τις ντουντούκες των
διαδηλωτών. «Τι λένε; Τι λένε;» μου ζητούσε κάθε τόσο να της μεταφράζω τα συνθήματά
τους.

Λίγες εβδομάδες μετά, στις αρχές Μαρτίου, η Φανί Αρντάν επέστρεψε στην Αθήνα.
Εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην Πλάκα –«Για να ζήσω ως Αθηναία»– και ρίχτηκε με πάθος
στην προετοιμασία της όπερας «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, την
οποία θα σκηνοθετήσει για λογαριασμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού
Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (πρεμιέρα στις 12 Μαΐου, για πέντε βραδιές).

«Τολμηρό έργο»

Από τις 16 Μαρτίου έχουν ξεκινήσει οι πρόβες: για την ίδια και τους ερμηνευτές στο πίσω
μέρος της αίθουσας «Σταύρος Νιάρχος», σε χώρο που έχει ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις με
την κεντρική σκηνή, αλλά και για τον Βασίλη Χριστόπουλο, με τους μουσικούς, στην
αίθουσα προβών της ΕΛΣ. «Είναι ένα από τα τολμηρότερα και πιο συγκλονιστικά έργα του
20ού αιώνα. Ο Σοστακόβιτς το έγραψε νεότατος, χωρίς αναστολές. Εχει μια ασύλληπτα
πλατιά παλέτα εντάσεων και συναισθημάτων: από τον ψίθυρο μέχρι τον εκκωφαντικό
θόρυβο και από την καρικατουρίστικη ειρωνεία έως τον απόλυτο τρόμο, μέσα από
λυρικότατες συγκινητικές στιγμές», λέει στην «Κ» ο μαέστρος.

«Η “Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ” δείχνει ότι το να είσαι μέλος μιας κοινωνίας και να
ακολουθείς αυτό που εκείνη ορίζει ως καλό και κακό έχει κόστος. Οπως και η ελευθερία»,
λέει η Φανί Αρντάν.

400 κοστούμια!

Μαζί της η Γαλλίδα σταρ θα έχει επίσης τον διακεκριμένο Γερμανό σκηνογράφο Τομπίας
Χοάιζελ και δύο ενδυματολόγους: τη βραβευμένη με τέσσερα Οσκαρ Ιταλίδα Μιλένα
Κανονέρο και τη Γερμανίδα Πέτρα Ράινχαρτ. Η Ράινχαρτ βρίσκεται ήδη στην Αθήνα. Η
Κανονέρο πηγαινοέρχεται, καθώς πρέπει να βρίσκεται και στα γυρίσματα της νέας ταινίας
του Γουές Αντερσον. Οι δύο ενδυματολόγοι συνυπογράφουν τα 400 κοστούμια της
παράστασης. Για την προετοιμασία τους οι μοδίστρες της Λυρικής εργάζονται άοκνα, οι
ραπτομηχανές τους έχουν πάρει φωτιά! Κανένα δεν θα είναι ίδιο με τα υπόλοιπα, σχεδόν
όλα έχουν ζωγραφιστές και κεντητές λεπτομέρειες: ο ορισμός του χειροποίητου.

Οσο για το ποια θα είναι η σκηνοθετική προσέγγιση στο αριστούργημα του Σοστακόβιτς;
Την απάντηση έδωσε η ίδια, στο Blue: «Διάβασα πολύ προσεκτικά τη νουβέλα του Νικολάι
Λέσκοφ, που γράφτηκε το 1865 και στην οποία βασίζεται το έργο. Θα αφήσω την αφήγηση
να ξετυλιχθεί αβίαστα, θέλω να κρατήσω την ιστορία στην εποχή της, για να μη χάσει τη
δύναμή της, η ατμόσφαιρα και το σκηνικό περιβάλλον να θυμίζουν τη Ρωσία εκείνων των
χρόνων, ώστε να μη στερηθούν τη σύνδεσή τους με τη μουσική. Και στο τέλος να επέλθει η
κάθαρση, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική τραγωδία».

Ηξερα πολλά για τη Φανί Αρντάν: τη σταρ των εξήντα ταινιών και των τριάντα θεατρικών, τη
σύντροφο και μούσα του Φρανσουά Τριφό, την πρωταγωνίστρια του Φράνκο Τζεφιρέλι και
του Ρομάν Πολάνσκι, τη μοναδική «γυναίκα της διπλανής πόρτας» στο πλευρό του Ζεράρ
Ντεπαρντιέ. Σε εκείνη την πρώτη… θορυβώδη συνάντησή μας έμαθα, όμως, κι άλλα. Την
απέχθεια που έχει για τον φόβο: «Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι ο φόβος είναι ο χειρότερος
εχθρός που θα μπορούσα να έχω, ο πιο ύπουλος. Γνωρίζετε τι κάνει ο φόβος; Θέτει ένα
“αλλά” στα πάντα και μας κάνει να χάνουμε τουλάχιστον το 70% των πραγμάτων που θα
μπορούσαμε να απολαύσουμε, γιατί απλούστατα δεν τολμάμε να τα επιχειρήσουμε.
Κάποιοι φοβούνται να αγαπήσουν, για παράδειγμα, από φόβο μήπως πληγωθούν».

Τον πόνο που κουβαλάει: «Μόνο η παιδική και η εφηβική μου ηλικία είχαν μια γλυκύτητα.
Από εκεί και πέρα όλα ήταν δύσκολα, πολύπλοκα. Κάθε δεκαετία είχε τις μάχες της,
κουβαλούσε πόνο. Εχασα νωρίς τους γονείς μου, δεν μπορούσα να βασιστώ παρά μόνο
στον εαυτό μου. Αλλά ακόμα κι έτσι, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για όσα μου δόθηκαν. Η
ζωή ήταν γενναιόδωρη μαζί μου».

Τα μαθήματα ζωής που πήρε από τους σπουδαίους σκηνοθέτες με τους οποίους έχει
συνεργαστεί: «Αυτό που βίωσα από πρώτο χέρι ήταν το πάθος, η αφοσίωση και η
αποφασιστικότητά τους, αυτό που οι Ιταλοί αποκαλούν “la grinta” – δεν μεταφράζεται

εύκολα. Η χαρά της ζωής, με δυο λόγια. To ότι καταλάβαιναν πόσο μεγάλο προνόμιο είναι
να μπορείς να γυρίζεις μια ταινία και πρόσεχαν και την τελευταία λεπτομέρεια, αφιέρωναν
ενέργεια για καθετί. Νομίζω πως αυτό κάνει έναν σκηνοθέτη σπουδαίο. Ετσι, ακόμα κι αν
μια ταινία δεν γίνει επιτυχία, ακόμα κι αν δεν αρέσει στο κοινό ή στους κριτικούς, το να
βρεθείς μαζί με έναν τέτοιο άνθρωπο στο πλατό είναι μεγάλη υπόθεση, είναι κέρδος. Και
κανείς δεν μπορεί να σου το κλέψει».

Τα σκηνικά της παράστασης που θα κάνει πρεμιέρα στις 12/5 στην ΕΛΣ.

Και, φυσικά, την αγάπη της για το λυρικό θέατρο: από παιδί πήγαινε στην όπερα, μαζί με
τους γονείς της. Αυτή η αγάπη, άλλωστε, την έκανε να αποδεχθεί αμέσως την πρόταση του
καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργου Κουμεντάκη να σκηνοθετήσει
για λογαριασμό της ΕΛΣ τη διάσημη όπερα του Σοστακόβιτς.
Το τίμημα της ελευθερίας

Ανέκαθεν αγαπούσε τον Ρώσο συνθέτη και την εποχή του η Φανί Αρντάν. «Στα έργα του
υπάρχει ένα είδος “συμφιλίωσης” της μουσικής και της δράσης, της πλοκής. Ακούω τη
συγκεκριμένη όπερα και νιώθω σαν να βλέπω θρίλερ!» μου είπε. «Κι έπειτα, είναι αυτή η
γυναίκα, η Κατερίνα Ισμαήλοβα, που πληρώνει το τίμημα της ελευθερίας της. Η “Λαίδη
Μάκβεθ του Μτσενσκ” δείχνει ότι το να είσαι μξέλος μιας κοινωνίας και να ακολουθείς
αυτό που εκείνη ορίζει ως καλό και κακό έχει κόστος. Οπως και η ελευθερία…»

​​Προπώληση εισιτηρίων: ταμεία της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ (τηλ. 213-08.85.700).
Πηγή: www.kathimerini.gr
Κείμενο: Τασούλα Επτακοίλη