Umberto Eco: «Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο»

Μπορεί ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν να γυρνάει τον κόσμο ψάχνοντας για την τέλεια γυναίκα, την τέλεια ομορφιά, νιάτα, δροσιά, φωνή, μπορεί τόσοι και τόσοι να δελεάζονται από τη γυναικεία νιότη και ομορφιά, ο ήρωας του Έκο, όμως, όχι. Κάνει την ανατροπή. Είναι τρελά ερωτευμένος με την Μπαμπίτα, με κάθε Μπαμπίτα. Μπα-μπί-τα. Δηλαδή, με αυτές τις γυναίκες που οι άλλοι αποκαλούν «γριές». Ο Έκο βρήκε έναν νέο όρο: «πρεσβύδια» (αλλιώς γραΐδια). Το σαρακοφαγωμένο χειρόγραφο που έχει στα χέρια του ανήκει σε κάποιον κρατούμενο και του παραδόθηκε από τον δεσμοφύλακά του. Από αυτό προκύπτει ότι ο ήρωας συχνάζει στα απόμερα κοιμητήρια, στα γηροκομεία, στις ψάλλουσες πομπές των πολιούχων αγίων και στα φιλανθρωπικά παζάρια, για να κατασκοπεύσει τις γριές «από κοντά, αυτά τα πρόσωπα τα σκαμμένα από ηφαιστειακά ρήγματα», τα μάτια «τα νερουλά από τον καταρράχτη», «την παλμική κίνηση των στεγνών χειλιών», την «υπέροχη σπηλιά του ξεδοντιάρικου στόματος», τα σάλια, τα τρεμάμενα με φλέβες χέρια, τους κιρσούς στα πόδια. Τον έρωτα των έφηβων κοριτσιών τον θεωρεί «πληρωμή διοδίων στα δικαιώματα της ηλικίας». Το κείμενο έχει την εξέλιξή του, αλλά αφήνεται στην περιέργεια του αναγνώστη να ανακαλύψει το μέγεθος της ανατροπής.

Στο εύλογο ερώτημα, τι θέλει να μας πει ο πανέξυπνος, πανευφυής Έκο; Ποιον άσο κρύβει στο μανίκι; Ο ίδιος έχει προκαταβολικά απαντήσει στον hypocrite lecteur, τον semblable και frère, ότι τα κείμενά του είναι άσκηση πάνω στον Ναμπόκοφ, ότι η «εξέκτασή» του (!) παίζει με μια γνωστή συλλογή σχολίων πάνω στο Finnegans Wake, ότι μιμείται το ύφος των New Critics, τα δοκίμια του Έλιοτ και τις μεθόδους της κριτικής των συμβόλων που ανθούσε εκείνη την εποχή στα αμερικανικά πανεπιστήμια (δεκαετία του ’60) και, τέλος, γιατί «το να παρωδούμε ένα κείμενο είναι ένας τρόπος να του αποτίσουμε τιμή».

Στο επόμενο κείμενο του βιβλίου, ο Έκο θα μας μιλήσει για τον αρχαιότατο πολιτισμό που άκμασε πριν από την έκρηξη του 1980 (!) και για την κρυπτοβιβλιοθήκη των αρχαίων γήινων στη λίμνη του Λόχνες, για το μυστήριο που καλύπτει τον προεκρηκτικό ιταλικό πολιτισμό, αλλά και για την ανακάλυψη κάτω από τόνους λάβας ενός μικρού βιβλίου, Ρυθμοί και τραγούδια του σήμερα, που ονομάστηκε Quanternulus Pompeianus, από τον τόπο όπου βρέθηκε.

Ο Έκο, ειδικός ερευνητής, παρατηρητής, μελετητής της καθημερινής ζωής, σημειολόγος και «Μέγας Πρωταγόρας στο Logos Club» (όπως τον αποκαλεί ο Laurent Binet στην Έβδομη λειτουργία της γλώσσας, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, Εκδόσεις Opera, 2018), ξέρει καλά τους τρόπους αποπλάνησης και παραπλάνησης του μέσου τηλεθεατή, αποκαλύπτει το πράγμα πίσω από τη φαντασμαγορία του. Παράδειγμα, η Ζιλιέτ Γκρεκό· στο θέατρο είναι μύθος, στην τηλεόραση διατηρεί το μαγικό της πρόσωπο, χωρίς τον μύθο του όμως. Τον μύθο τον έχει η μέτρια εκφωνήτρια (τηλεπαρουσιάστρια). Ο Έκο μπαίνει στη διαδικασία να περιγράψει και να αναλύσει πώς μια μετριότητα διαθέτει αυθόρμητη γοητεία και κερδίζει το κοινό γι’ αυτό ακριβώς που είναι και δεν δημιουργεί αισθήματα κατωτερότητας σε κανέναν, «ούτε καν στον πιο κακομοίρη», διότι «ο θεατής βλέπει να δοξάζεται […] το πιστό αντίγραφο των δικών του ορίων». Η Θεία Πρόνοια στο πρόσωπο της τηλεόρασης, με γκάφες, χοντράδες, κοινοτοπίες, πείθει για «την αξία της μετριότητας».

Μια άλλη ανατροπή, υψηλών προδιαγραφών, είναι εκείνη που εμπλέκει τα ιερά πρόσωπα και τον ρόλο τους στην ανακατανομή του Χάους. «Ο Ραφαήλ και καμιά ντουζίνα ακόμα μεγάλα κεφάλια […] είχαν κληρονομικά δικαιώματα στο Χάος», «Τον εωσφόρο προσπαθούν να τον περάσουν για κομμουνιστή», «ο Γαβριήλ […] έκανε τον Ευαγγελισμό με βαριά καρδιά […] Τι τριγυρνούσε κι έλεγε για κείνη την κοπέλα […] ο Υιός είναι ακροαριστερός […] παραήταν πονηροί εκείνοι οι δώδεκα […] Κοντεύουμε να φτάσουμε στο σημείο βρασμού! Σας δίνω δέκα χιλιάδες χρόνια περιθώριο κι ύστερα θα δείτε», λέει ο πονηρός.

Η «εξέκταση» αφορά ένα βιβλίο συμπίλημα από τα χειρόγραφα του Τζέιμς Τζόις πάνω στη διάλεκτο της Τεργέστης που δίδασκε στη Σχολή Μπελίτζ του Κόμο. Πώς καταφέρνει ο συγγραφέας από το ξενύχτι ενός νεκρού να περάσει στον γάμο ενός ζευγαριού που αναβάλλεται από μια περίπλοκη και αφύσικη εξέλιξη του χρόνου στην τελική ευθεία; Ο Έκο θα περπατήσει βήμα βήμα την περιπλοκή, για να μας αποδείξει ότι το παράδοξο είναι για τον αναγνώστη, όχι για τον δημιουργό.

Αν βλέπει από εκεί ψηλά, θα χαίρεται με τα συγχαρητήρια για την ωραία παράσταση που μας έστησε. Και, επιπλέον, μας λύτρωσε από το άγχος μερικών βιβλίων-σταθμών στον χρόνο, που δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε.

Το παράδοξο της Πόρτα Λουντοβίκα, ας πούμε Εκκλησία και Βιομηχανία, επίσης, έχουν τον δικό τους μυστικό παραλογισμό που καθόλου δεν είναι τέτοιος. Στο κεφάλαιο «Εγκώμιο στον Φράντι», ο Έκο επανέρχεται στο μεγάλο θέμα που τον είχε απασχολήσει και στο Όνομα του Ρόδου· το γέλιο. Το γέλιο το «σατανικό», αλλά και «βαθύτατα ανθρώπινο», το «ίδιο των τρελών», όπως λέει ο Μποντλέρ, ανατρεπτικό της Τάξης, την οποία «περιγελάς από μέσα» ή «βρίζεις απέξω». Ή Ραμπελέ ή Καρτέσιος. Ή «ένας μαθητής που γελάει στο σχολείο ή ένας πρωτοποριακός αναλφάβητος».

Ο Ηράκλειτος είναι κάποιος που έγραψε για έναν, αλλά τον πήραν «οι δοκησίσοφες μαϊμούδες». Ο «θρίαμβος του ανθρώπου της μάζας» και οι αναγωγές του τότε στο σήμερα δεν έχουν προηγούμενο. Στο γράμμα στον γιο του, Στέφανο, για τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, αραδιάζει όλα τα σύνεργα της πολεμικής τέχνης όλων των εποχών, ελπίζοντας ότι, όταν έρθει η ώρα, ο μικρός Στέφανο «θα έχει μάθει να κινείται κριτικά μες στην πραγματικότητα». Στις «τρεις αλλόκοτες βιβλιοκρισίες» τα βάζει με τις πανάκριβες εκδόσεις· η μία, η Ιστορία της Ο που θυμίζει την Αριάνα και κάνει λόγο για κρίκους που πρέπει οι γυναίκες να φορέσουν εκεί που άλλοτε έβαζαν ζώνη αγνότητας, να προμηθευτούν μαστίγια που έχουν καρφιά και αφήνουν ωραία ματωμένα σημάδια στο δέρμα. Τρίτη βιβλιοκρισία, ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι, ένα βιβλίο που θα έπρεπε να συστήσουμε στα παιδιά σαν σχολικό ανάγνωσμα […] για να τους θυμίσουμε τις αδιάφθορες αξίες της ζωής, τη Φύση και το Σεξ, «με την παρθενική και τη ζωτική του έννοια».

Η ανακάλυψη της Αμερικής δίνεται σε απευθείας σύνδεση με τα δημοσιογραφικά κανάλια. Στην κριτική για τα βιβλία γράφει: Βίβλος, «καλοδουλεμένο μυθιστόρημα ποταμός». Οδύσσεια, «Με λίγα λόγια, εντελώς άλλης σχολής, αυτός ο Όμηρος είναι στ’ αλήθεια πολύ ταλαντούχος». Αλιγκέρι Δάντης, Θεία κωμωδία, αντενδείκνυται η έκδοσή του γιατί η γλώσσα είναι φλωρεντινή και μετά θα έπρεπε να βγει και στη διάλεκτο της Τοσκάνης και της Φερράρας. Τορκουάτο Τάσσο, θα πρέπει να ξανακοιτάξει τις ερωτικές σκηνές στην Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Του Ντιντερό, Τα αδιάκριτα κοσμήματα και η Μοναχή είναι «ένα έργο σωστό τούβλο». Θα μπορούσε να γράψει ένα ντελικάτο και γαργαλιστικό, αλλά, όπως λέμε στην πατρίδα μου «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους». Ο Δον Κιχώτης είναι ένας παλαβός και ο υπηρέτης του ένας αγαθιάρης με τον οποίο ταυτίζεται ο αναγνώστης. Το Αναζητώντας του Προυστ, όπως είναι, δεν διαβάζεται, «παραείναι ασθματικό». Η κριτική του πρακτικού λόγου του Καντ και άλλα δυο που «έχουν σχεδόν όμοιους τίτλους» μας μπερδεύει. Του Κάφκα, Η δίκη θυμίζει Χίτσκοκ… «αυτοί οι νέοι συγγραφείς νομίζουν ότι κάνουν ποίηση». Τέλος, ο Τζόις δεν διαβάζεται γιατί «είμαι αναγνώστης των αγγλικών και μου στείλατε ένα βιβλίο γραμμένο κι εγώ δεν ξέρω σε ποια διαολεμένη γλώσσα».

photo Umberto EcoHypocrite lecteur, mon semblable, mon frère, έτσι απευθύνεται ο Έκο στον αναγνώστη του, προοικονομώντας ότι θα κατανοήσουμε την άλλη όψη της παρωδίας και της ετεροχρονισμένης πραγματικότητας. Αν βλέπει από εκεί ψηλά, θα χαίρεται με τα συγχαρητήρια για την ωραία παράσταση που μας έστησε. Και, επιπλέον, μας λύτρωσε από το άγχος μερικών βιβλίων-σταθμών στον χρόνο, που δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε. Συγχαρητήρια στα Ελληνικά Γράμματα που επανεκδίδουν Ουμπέρτο Έκο.

Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο

Umberto Eco

μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη

Ελληνικά Γράμματα

280 σελ.

ISBN 978-960-19-0694-2

Τιμή €13,90

Πηγή: www.diastixo.gr

Κείμενο: Ανθούλα Δανιήλ