Ο ΣΙΟΥΛΑΣ Ο ΤΑΜΠΑΚΟΣ, ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ

Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη. Μέσα στα νερά της καθρεφτίζει τα ψηλά του τα τείχια το παλιό μεσαιωνικό και —θέλουν να λεν— ακόμα παλιότερα κάστρο της.

Πίσω απ’ την ανατολική πλευρά του κάστρου, στην άκρη άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Έτσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες — ταμπάκηδες που τους λένε στις Σέρρες, στο Βόλο, θαρρώ και στη Σύρα.

Σ’ όλο το μάκρος του μαχαλά, μέσα στο νερό της λίμνης, αραδιαζότανε τα τομάρια, τεζαρισμένα καλά σε ξύλινα τελάρα και τα παίρναν ύστερα, άμα μουλιάζαν και τ’ αργάζανε μέσα στ’ αργαστήρια — στα ταμπάκικα.

Όλα θα ‘τανε καμιά δεκαπενταριά-είκοσι αυτά τ’ αργαστήρια, λιθόκτιστα, δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες, στη σειρά κι ακουμπισμένα στα τείχια του κάστρου. Το κάτω πάτωμα είχε τα παράθυρα μικρά, σαν πολεμίστρες. Ήταν όλο ένα μεγάλο χαγιάτι πλακόστρωτο, με κάτι ξύλινες σκάφες από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξιπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήλατα και ξεβράκωτοι —δηλαδή μονάχα με το βρακί τους— δουλεύαν οι ταμπάκοι τα δέρματα. Τ’ απάνω πάτωμα πρόβαλλε στο δρόμο κάπου μισό μέτρο παραέξω απ’ το κάτω κι είχε τα παράθυρα μεγάλα — είδος βενετσιάνικα. Ήτανε το κατοικιό τους εκεί κι ανέβαιναν από μια μικρή ξύλινη σκάλα μέσ’ απ’ τ’ αργαστήρια. Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκόπαγε την ξινή δριμίλα* του τομαριού.

Οι ταμπάκοι παινεύονταν πως ήταν από τους παλιότερους κατοίκους αυτής της πόλης και πως ήταν όλοι τους αρχόντοι «καστρινοί», που τους πέταξαν οι Τούρκοι απ’ το κάστρο υστέρα απ’ την επανάσταση του Σκυλόσοφου, στα 1612. Και στ’ αλήθεια, μιλούσανε το ιδίωμα της πόλης καθαρότερα απ’ όλους τους άλλους και το κρατούσαν αμόλευτο στο λεξιλόγιο και στη φωνητική του.

Τα νταραβέρια τους ωστόσο με την πόλη ήτανε πολύ λιγοστά. Σχεδόν ποτέ δεν ανέβαιναν «απάνω» αν δεν είχανε κάποια δουλειά. Καταφρονούσανε τους καινούριους κατοίκους της και μπορεί κανένας να πει πως μήτε τους ήξεραν τους μαχαλάδες που φκιάσαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Έμεναν εκεί, πίσω από το κάστρο, ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.

Λίγο παραπάνω απ’ τα δικά τους τ’ αργαστήρια ήτανε τα ξυλάδικα. Μετσοβίτες και ζαγορίσιοι —απ’ τα βλαχοζάγορα— δουλεύαν εκεί. Οι ταμπάκοι δεν είχανε κανένα νταραβέρι μαζί τους. Δυο δρόμους παραπάνω, οι βαρελάδες —μετσοβίτες και βλάχοι κι αυτοί, βοβουσιώτες* και ντομπρινοβίτες*- κοπανούσανε χρόνια εκεί πέρα, πάνω στα ρόμπολα και τις οξιές, με τα ξύλινα σφυριά τους, τον ίδιο μόχτο. Οι ταμπάκοι τους ξέρανε, τους καλημέριζαν, διαφορές δεν είχαν μαζί τους και πάρε-δώσε δεν είχαν. Ήταν, βλέπεις, ντατσκαναραίοι, ήγουν χωριάτες. Λίγο παρακάτω, δίπλα στ’ αργαστήρια τους ήταν η Σκάλα. Τα μεγάλα καΐκια της λίμνης, σκαφιδωτά κι αργοκίνητα, ξεφόρτωναν εκεί, απ’ τα χωριά που βρίσκονταν αγνάντια, καυσόξυλα, σφαχτά, τυριά, βουτύρατα και τα τέτοια. Οι ταμπάκοι ψωνίζαν άμα χρειαζόντανε κάτι, μα και κει δεν είχανε πολλά νταραβέρια —τι νταραβέρια με τους χωριάτες; Το βράδυ πηγαίνανε σε δικά τους κρασοπουλειά όπου δεν πατούσαν χωριάτες— μονάχα καϊκτσήδες από το μικρό νησί της λίμνης μπαίνανε καμιά φορά και πίνανε λίγο μαζί τους, πριν γυρίσουν στο νησί τους το βράδυ. Μ’ αυτούς τους ένωνε το πάθος του κυνηγιού — γι’ αυτό τους δίναν το ελεύτερο να κάτσουνε δίπλα τους.

Σ’ αυτά τα κρασοπουλειά τα δικά τους, τα τραπέζια ήτανε χαμηλά κι είχανε στη μέση μια τρύπα, για να μπαίνει το χειμώνα το μαγκάλι. Καθόντανε γύρω γύρω, σε σκαμνιά που ‘τανε κι αυτά χαμηλά και το κρασί πριν το πιούνε το ζεσταίνανε σε χαλκωμένους μαστραπάδες. Η κουβέντα γύριζε πάντα σε παλιές ιστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα. Άντρες σκληροί και περήφανοι, σπάνια μιλούσανε για δουλειές και συμφέροντα —δεν το καταδέχονταν. Και πολιτική δε μιλούσανε — δεν είχανε με ποιον να τσακωθούνε, γιατί ‘ταν όλοι τους σφόδρα βενιζελικοί — Ελλάδα των πέντε θαλασσών, καθώς ταιριάζει σε παλιούς καστρινούς αρχοντάδες. Ψήφιζαν πάντοτε και το βενιζελικό υποψήφιο δήμαρχο και τους βενιζελικούς επιτρόπους στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου και τελειώνανε και μ’ αυτά. Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική.

Και επαγγελματική. Κανένας δεν έφυγε απ’ το επάγγελμα και κανένας ξένος δεν έμπαινε —η παράδοση του σιναφιού, που ‘ταν κι από τα παλιότερα της πόλης, λεν οι αρμόδιοι, δεν είχε αλλάξει ακόμα. Μόνο που στα χρόνια που γράφω, καθώς ήταν λιγοστοί και δένονταν όλοι με συγγένειες μεταξύ τους, είχε γίνει πια και δουλεύαν συνεταιρικά σε κάθε εργαστήρι. Μαστόροι και καλφάδες γίναν ένα —ήταν όλοι τους μαστόροι πια— και νοικοκυραίοι. Αυτό μονάχα είχε αλλάξει. Όλα τ’ άλλα μέναν όπως ήταν από τον καιρό που πρωτόγιναν αυτά τ’ αργαστήρια. Πολύ λίγο γνοιαζόνταν αυτοί να μάθουν τι γίνεται αλλού με τα δέρματα. Ακόμα και την ψαρόκολλα — τσουκάλι τη λέγανε— τη φκιάχνανε πάντα μονάχοι τους από τα ψάρια της λίμνης. Και βαφές και βαψίματα, όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Και όλα. Όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Αναντάμπαπαντάμ.*

Ταμπάκος αναντάμπαπαντάμ ήτανε κι ο Σιούλας. Από πατέρα ταμπάκο, από μάνα κόρη ταμπάκου. Εκεί γεννήθηκε. Εκεί έπαιξε τα κότσια και τη σκλέντζα —όπως λέγανε το ξυλίκι— τις ομάδες — όπως λέγανε τις αμάδες— τ’ αμπελοπήδημα και τα σκλαβάκια και χτυπήθηκε στον πετροπόλεμο με τα παιδιά απ’ τους γειτονικούς μαχαλάδες. Εκεί έμαθε γράμματα και κολύμπι, πρωτοπήγε στην εκκλησιά και στο κυνήγι στη λίμνη. Και μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κι έφκιασε δική του φαμίλια κι έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνεια, ατράνταχτη αυτάρκεια κι αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούριο. Κάθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός.*

Ένας δικός τους —σπανιότατο πράμα— πήγε και ξενιτεύτηκε. Πήγε μακριά και γύρισε κάποτε με χρυσή καδένα στο γιλέκο και παράδες στην τζέπη: Και καθώς το αίμα δε γίνεται νερό, στριφογύριζε όλη μέρα στα ταμπάκικα και το βράδυ πήγαινε στα κρασοπουλειά τα δικά τους και καθόταν μαζί τους. Και γιατί να μη κάθεται; Μόνο που ξεπήδαγε κάθε τόσο κι ήθελε πάντα να λέει για τις χώρες τις μακρινές και τα θάματα που ‘δαν τα μάτια του. Τον στραβοκοιτάξανε στην αρχή, τον αποπήρανε καναδυό φορές, πάλι δεν έλεγε να το κόψει.

Ήτανε λέει μεσημέρι, καλοκαίρι, κι οι ταμπάκοι, όπως ήτανε με τα βρακιά τους μονάχα στ’ αργαστήρια, βγήκαν λίγο να ξαποστάσουν και να πάει και το ψωμί παρακάτω, όσο να πιάσουνε πάλι δουλειά. Ήτανε κι αυτός εκεί και πήγε πάλι κάτι να πει, πάλι για τα ταξίδια.

— Και δε μου λες, σε περικαλούμε, τον ρώτησε άξαφνα ο Σιούλας και σηκώθηκε σιγά σιγά και πήγε κοντά του. Έμαθες και να διαβάζεις τίποτα φράγκικα εκεί που πήγες;

— Και βέβαια… Κατιτίς έμαθα, είπε ο ανύποπτος άνθρωπος.

— Τότες διάβασέ μας εδώ πέρα τι γράφει. Του γύρισε τα πισινά του και χτυπούσε με τις δυο του τις παλάμες τα μεγάλα γράμματα της ξενικής μάρκας που ‘τανε σταμπαρισμένα στο πανί του βρακιού του.

Οι ταμπάκοι γελούσανε δυνατά, γελούσαν κι οι γυναίκες απ’ τα παράθυρα. Αυτός χτύπαγε πάντα μ’ άγριο πάθος τα πισινά του με τις παλάμες του:

— Διάβασέ τα, ντε…

Ο άνθρωπος λέει έβγαλε την καδένα απ’ το γιλέκο και ποτές του δεν ξαναμίλησε για τα ταξίδια του και τους Φράγκους του — τουλάχιστον εκεί στα ταμπάκικα. Δεν είχε αστεία μ’ αυτούς.

Περνάν ωστόσο τα χρόνια, οι άνθρωποι γερνάνε, ρεύουνε χρόνο με χρόνο τα τείχια του κάστρου, αλλάζουν όλα και μήτε προφταίνεις να το νιώσεις. Δίχως να το νιώσει κι ο Σιούλας, τα μαλλιά του πήραν κι ασπρίζαν. Τα πόδια του, χρόνια μέσα στα νερά, κάπου κάπου το βράδυ πιανότανε. Η Σιούλαινα, σαν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννούσε καινούριο Σιουλόπουλο. Και μια τρακάδα παιδιά, πρέπει να χορτάσουν και να ντυθούν και να ποδεθούν και να πάνε σκολειό — αλέθεται ο άνθρωπος με τούτο και κείνο και το ‘να και τ’ άλλο, με το σήμερα και με τ’ αύριο, δεν προφταίνει μια στιγμή να σταθεί και να ιδεί τι γίνεται ολόγυρά του.

Κι οι ταμπάκοι δεν προφτάσαν κι αυτοί να ιδούνε τι γίνεται γύρω τους, τι ν’ άλλαξε τάχα και πότε ν’ άλλαξε, κι η δουλειά στα ταμπάκικα όλο και χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, αδιάβροχα τα φέρναν απόξω, φτηνότερα και καλύτερα δουλεμένα, ακόμα και τις βακέτες και τα σολοδέρματα. Δυο τρεις παλιοί δερματεμπόροι στο παζάρι της πόλης το βρήκανε συμφερότερο, αντίς να παιδεύονται με τους ταμπάκους, να μαζώνουνε τα τομάρια και να τα στέλνουν ακατέργαστα στην Ιταλία, στη Μασσαλία, ακόμα και στη Σύρα, για να τ’ αργαστούν εκεί. Με τις μηχανές.

Άρχισε έτσι σιγά σιγά και κάθε βράδυ στα κρασοπουλειά των ταμπάκων απλωνότανε μια θολή καταχνιά πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια. Καμπόσοι δουλεύανε πια δυο τρεις μέρες τη βδομάδα μονάχα. Καμπόσοι το ξέραν πως δεν αφήσανε τίποτα στο σπίτι τους για το βράδυ. Και το ξέραν όλοι πως οι γυναίκες τους διακονεύονται η μια με την άλλη, μοιράζονται αυτές το φαρμάκι και το πίνουνε μοναχές τους, δίχως να τους λένε τίποτα μήτε παραέξω να λένε, αν τύχει κι έχουν δικούς τους.

Αυτοί —κανένας δεν κλαιγότανε, δεν μαρτύραγε τίποτα για τη φτώχεια του, ντρεπόνταν ο ένας τον άλλονε να μιλήσουν. Και κανένας δεν ξέκοβε, δεν έφευγε να πιάσει άλλη δουλειά, τέτοια προδοσιά δεν την έκανε. Βαστούσαν όλοι μαζί το ταμπάκικο, το βαστούσανε σαν ένα ταμπούρι, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Και τις Κυριακές, όλο το χειμώνα, τα δίκαννά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη σαν ένα αδάμαστο «παρών» — τ’ αντρίκειo πάθος τους, τ’ αρχοντικό του κυνηγιού.

Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ‘χανε σαν προνόμιο ν’ αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ’ αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα ‘λεγαν— φαλαρίδες — τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες— και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες πόχουνε μπροστά στα στήθια τους, κάτω απ’ τα φτερά τους ένα δεύτερο φτερό, σα μετάξι και σα μαλλί, που το λένε μπάλσαμο και το φύλαγαν οι γυναίκες για τις πληγές— τέλειο πράμα.

Στη μέση της λίμνης στέκονταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκαννα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα, χέρια μονάχα να ‘χεις εκείνη την ώρα να ντουφεκίζεις κι άνθρωπο να σου γεμίζει —δουλειά που την έκανε συνήθως ο καϊκτσής, λάμνοντας κιόλας σιγά σιγά, για να μαζεύει τα σκοτωμένα πουλιά — σε κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της το πουλί που βρισκόταν κοντά της, άσκετο από ποιον βαρέθηκε.

Και σ’ αυτά τα κλεισίματα των πουλιών τα μεγάλα και στα δικά του τα μοναχικά κυνήγια της Κυριακής, ο Σιούλας ξαναζούσε ακόμα τους καημούς και τα μεράκια και τις περηφάνιες της ψυχής του από τον καιρό της νιότης του ως τα τώρα που πήρε και γέρασε, πήρε και φτώχυνε — ξέπεσε. Το βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, με τα πόδια πιασμένα από το κάτσιμο σταυροπόδι όλη μέρα μέσα στο στενό καραβούλι,* με τα ρούχα μουσκεμένα απ’ την υγρασία. Άνοιγε την πόρτα σπρώχνοντάς την με την πλάτη και πετούσε τα κυνήγια στο πάτωμα, στη μέση από το δωμάτιο. Ξαπλωνότανε δίπλα στο τζάκι, στο «μπάσι» που ‘χαν όλα τα σπίτια στο χειμωνιάτικο το δωμάτιο —έπεφτε μπρούμυτα κι έβαζε τα παιδιά του ν’ ανεβούν όλα στην πλάτη του να τον πατήσουν— να πατήσουν την πλάτη του που τον πόναγε. Τα παιδιά ξεφώνιζαν, γελούσαν, τον χτυπούσαν κλοτσιές, ξεφώνιζε κι αυτός. Το σκυλί ξετρελαινόταν και δεν ήξερε ποιον να πρωτογαβγίσει. Ήταν ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή μέσα στην καταχνιά που κατέβαινε στα ταμπάκικα.

Μονάχα η Σιούλαινα γονατισμένη στο πάτωμα μέτραγε και ξαναμέτραγε τα παπιά. Τέσσερα για το σπίτι, ένα ζευγάρι στην αδερφή της, ένα ζευγάρι στην πεθερά της — αν πουλούσαν τα ρέστα; Ήταν μια σκέψη που μήτε με τα μάτια δεν είχε κουράγιο να τη φανερώσει σ’ αυτόν. Οι καϊκτσήδες, οι νησιώτες κι άλλοι φουκαράδες μέσα στην πόλη κυνηγούσανε, κάναν το κέφι τους, τρώγαν όσα θέλαν και βγαίναν ύστερα στο παζάρι, κάνε μοναχοί τους καν οι γυναίκες ή τα παιδιά τους και τα περιπλέον τα πούλαγαν. Ένας ταμπάκος, ποτές. Για τον κόσμο όλον…

Κι ήρθε τότε μια βδομάδα ολόκληρη που τ’ αργαστήρι του Σιούλα σταμάτησε. Ούτε στ’ άλλα γινόταν τίποτα —ψευτοδούλευαν. Η γυναίκα του τα ‘φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε το σπίτι, πήρε κι από τις άλλες γυναίκες — είναι αλήθεια πως έδωσε κάτι κρυφά και στον εβραίο τον παλιατζή, που ‘χε μυριστεί τι γινόταν στα ταμπάκικα. Αυτουνού δεν του ‘πε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα, μήτε τον κοίταξε στα μάτια, όλη τη βδομάδα. Παραπάνω δεν το μπόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια κι έκατσε κι έκλαψε καρτερώντας το μεσημέρι που θα ‘ρχονταν όλοι και δε θα ‘χε να τους δώσει μήτε φαΐ μήτε ψωμί.

Αυτός ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο, την είδε στη γωνία, τα ‘νιωσε τα μάτια των παιδιών του κι ήταν καρφωμένα πάνω του.

— Και τ’ άφησες έτσι τα παιδιά;

Αυτή δε μίλησε, καθόταν πάντα στην άκρη με το κεφάλι σκυμμένο.

— Και δεν έπαιρνες κατιτίς από το μπακάλη;

Η γυναίκα σήκωσε μια φορά τα μάτια της και κοίταξε. Μήτε λύπη, μήτε παράπονο, μήτε θυμός δεν ήτανε μέσα —τα μάτια της τον παρακαλούσανε να σωπάσει. Αυτός αγρίεψε:

— Τι δε μιλάς; Γιατί;

Ξανάσκυψε το κεφάλι της:

— Δε μας δίνει πια, είπε με ταπεινοσύνη σα να ‘φταιγε αυτή.

— Και ψωμί; Τι δεν έπαιρνες λίγο ψωμί;

— Μήτε ο φούρνος μάς δίνει.

Σηκώθηκε κι έφυγε γρήγορα γρήγορα για να κρύψει τα δάκρυα που την έπνιξαν. Πιο πολύ για την αδικία τη δική του παρά για τη δυστυχία.

Τα παιδιά σκορπίσανε, έφυγε κι εκείνη, πήγε στην αδερφή της να κλάψουν μαζί. Αυτός απόμεινε μόνος μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο σπίτι. Πιο πολύ κι από τη δυστυχία, απ’ την πληγωμένη περηφάνια και την ντροπή μπροστά στα παιδιά του, όλο τ’ απόγεμα, μοναχός του εκεί μέσα, σκεφτότανε τη γυναίκα — την αδικία του. Ένας κόμπος ανέβαινε και ξανανέβαινε στο λαιμό του. Είκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορά στοχαζότανε τώρα γι’ αυτήν.

Έπαιρνε να βραδιάσει όταν σηκώθηκε. Κανένας τους δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Ξεκρέμασε το δίκαννο, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, το πήρε παραμάσκαλα και κατέβηκε.

— Τι έπαθε, ρώτησε ο γύφτος κι έκανε να το πάρει.

Δεν του ‘χε την όρεξη ν’ ανοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ήταν ένας γύφτος, όνομα και πράμα, φουκαράς ψευτοντουφεξής σε μια τρύπα στα μπιζεστένια —δίπλα στ’ αργαστήρια των κουδουνάδων— κι έφκιαχνε για ένα τίποτα τα ντουφέκια των φουκαράδων. Δεν του ‘δωσε το ντουφέκι, τον κοιτούσε στα μάτια, τον κάρφωνε με τα μάτια του.

— Το ‘χω για πούλημα, είπε τέλος κοφτά και του ‘δωσε το ντουφέκι. Θα πάρω άλλο.

Ήταν ένα καλό βελγικό δίκαννο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ο γύφτος το ‘ξερε από παλιά, μήτε το πήρε στα χέρια του μήτε το κοίταξε. Κοίταζε αυτόν, και τα γύφτικα, μπιρμπίλικα μάτια του παίζανε στο καπνισμένο του μούτρο. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε:

— Όχι, Σιούλα… Μη το δώσεις, αδερφέ μου.

— Δεν το παίρνεις δηλαδή;

— Εγώ το παίρνω και το παραπαίρνω… Και διάφορο θα ‘χω…

— Δεν τ’ αφήνεις αυτά τα γύφτικα τα παζάρια; Πόσα δίνεις;

— Ξέρω, είπε ήρεμα, ήταν μαθημένος να τον λένε γύφτο — δεν τον πείραζε. Ξέρω, Σιούλα, που δε θα πάρεις άλλο… Στενοχώριες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις, αδερφέ μου, το δίκαννο, δεν το ξαναπαίρνεις ύστερα.

Ο γύφτος δεν παζάρευε.

— Ξέρω… Ήρθανε κι άλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακό πράμα. Όποιος το ‘χε ένα μονάχο, εγώ δεν το πήρα… Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες… Δώσ’ το σ’ άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου…

Κατέβασε τα μάτια του, κατέβασε το κεφάλι του. Ένας γύφτος τον είχε πει φουκαρά. Και πως δεν μολεύει τα χέρια με το δίκαννο το δικό του. Δεν ήτανε γι’ αυτό —μήτε το σκέφτηκε. Ακόμα μια φορά μέσα στην ίδια μέρα ξαναστοχαζότανε τώρα την αδικία— κι από το φούρνο τι δεν έπαιρνες λίγο ψωμί; —και δεν τ’ αφήνεις τα παζάρια τα γύφτικα; Αν ο γύφτος δεν έβγαζε τα καπνά του να στρίψουν τσιγάρο, θα ‘φευγε κυνηγημένος την ίδια στιγμή — ντρεπότανε.

— Έχεις δίκιο, είπε σε λίγο χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. Ύστερα τα σήκωσε και τον κοίταξε. Καλός άνθρωπος είσαι, του ‘πε σα να του το χρώσταγε και του χαμογέλασε. Κίνησε να φύγει.

Ο γύφτος τον σταμάτησε.

— Ξέρω, είπε πάλι… Δυσκολίες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις το ντουφέκι σου, ταμπάκος άνθρωπος. Θα μαραθείς.

Έβγαλε και του ‘δωσε ένα κατοστάρικο.

— Άμα είναι το, το ξαναφέρνεις…

Το πήρε. Το πήρε και δεν ένιωθε καμιά ντροπή. Το κράταγε μέσα στη χούφτα του και μια γλύκα περνούσε σ’ όλη του την ψυχή, ως το κορμί του την ένιωθε, σα μια ζέστα. Όχι που θα το πήγαινε σπίτι. Πιο πολύ γι’ αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων —πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που ‘πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμία του εαυτού του— δεν είσαι άδικος, εσύ Σιούλα… Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκικα, κατιτίς καινούριο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του. Σχεδόν χαρούμενο μέσα στην κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι που δε μαραίνεται.

Είχε νυχτώσει πια όταν πέρναγε το δρόμο που ‘χαν τ’ αργαστήρια τους οι ξυλάδες κι οι βαρελάδες. Άκουσε που φώναζαν τ’ όνομά του. Ήταν ένας βαρελάς Μετσοβίτης —ένας ροδοκόκκινος, καταστρόγγυλος άνθρωπος με φουσκωμένες τις πλάτες από το σκύψιμο.

— Καλησπέρα.

— Και για πού βραδιάτικα με το δίκαννο;

— Να μωρέ, ζάβωσε λίγο και το πήγα στο γύφτο. Καλός άνθρωπος, είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει.

— Δεν τον ξέρω, είπε ο βαρελάς. Και τι μας έφταιξε εμάς; Έλα να πιεις μια ρακή.

Ποτές του δεν είχε μπει σ’ αυτό το κρασοπουλειό — χάνι και κρασοπουλειό μαζί, που πήγαιναν οι ξυλάδες, οι βαρελάδες, φαμελίτες νοικοκυραίοι, φουκαράδες της γειτονιάς και χωριάτες που νυχτώθηκαν στην πόλη. Ο βαρελάς κέρασε το ρακί κι άρχισε κι έλεγε για τις αναδουλειές και τα βάσανα.

— Κι εσείς δεν είστε καλά, είπε σε μια στιγμή.

— Όχι, δεν είμαστε καλά, αποκρίθηκε αυτός και δε ντρεπόταν καθόλου που το ‘πε. Δεν είμαστε καλά.

— Και τι θα κάνετε;

— Δεν ξέρω… Κανένας δεν ξέρει…

— Κακό πράμα, είπε ο βαρελάς.

Αυτός δεν τον άκουγε πια. Ένιωθε μέσα του κείνη την ώρα σαν ένα ξεχείλισμα και τίποτα άλλο δεν ήθελε παρά να σηκωθεί και να τους κεράσει όλους εκεί μέσα, τους βλάχους, τους γύφτους, τους χωριάτες, τους φουκαράδες, όλους. Δεν έκαμε τίποτα τέτοιο. Κέρασε κι αυτός ένα ρακί το βαρελά του και τον καληνύχτισε πρόσχαρα.

— Καλός άνθρωπος είναι κι αυτός, το ‘λεγε και το ξανάλεγε μέσα του, να το νιώσει, να το χορτάσει. Καλός άνθρωπος —μα πού στο διάολο κρύβονταν όλοι τους;

Μπαίνοντας στο δρόμο των ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απ’ τα κουτσούβελα τα δικά του. Το φώναξε κοντά, του ‘δωσε κρυφά λεφτά να τα δώσει στη μάνα του, του ‘δωσε και το ντουφέκι. Ντρεπότανε να πάει μονάχος του. Κι ούτε πήγε ως αργά τη νύχτα, όταν σιγουρεύτηκε πια πως εκείνη πλάγιασε και κοιμήθηκε. Έπεσε δίπλα της στο στρώμα, ούτε κείνη μίλησε, ούτε αυτός, ούτε σάλεψαν.

Πριν απ’ το χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στα νύχια, πήρε πάλι το δίκαννο και κατέβηκε. Εκείνη ούτε σάλεψε πάλι. Αυτός μπήκε στο καραβούλι και τράβηξε για τη Μεγάλη Βαθειά —έτσι το λέγανε τ’ ανοιχτό μέρος της λίμνης. Έλαμνε κατά τις καλαμιές, χώνοντας βαθιά τα κουπιά στο νερό— βιαζότανε.

Όταν γύρισε πίσω είχε φέξει πια για καλά. Μια κρύα φωτεινή χειμωνιάτικη μέρα. Στην πόρτα στ’ αργαστήρι στάθηκε κι έβαλε μια φωνή. Τα παιδιά κατεβήκαν και θάμαζαν το πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασε απ’ την πλάτη του το δίκαννο και τους το ‘δωσε, τους έδωσε και τρία παπιά.

— Δώστε τα στη μάνα σας, τους είπε μόνο.

Ξανάφυγε με καμιά δεκαριά πουλιά στα χέρια του κι ούτε γύρισε να κοιτάξει κατά το σπίτι. Ήξερε πως πίσω απ’ το τζάμι ήταν τα δάκρυά της. Και τράβηξε γραμμή κατά το παζάρι, μέσα απ’ τα ταμπάκικα, μπροστά απ’ τ’ αργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριά τα ποδήματά του…

…Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του — ύστερα πήγανε κι άλλοι. Πίσω του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ’ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά…

δριμίλα: έντονη μυρουδιά (από το δριμύς).

βοβουσιώτης: από την περιοχή της Βοβούσας (Αώου).

ντομπρινοβίτες: απ’ το χωριό Ντομπρίνοβο.

αναντάμπαπαντάμ: από γενιά σε γενιά.

ξιπασμός: κομπασμός, αλαζονεία.

καραβούλι: καραβάκι, βάρκα.

Από τη συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης

 Πηγή: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C131/595/3929,17340/