Άρθρα

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Χίλιες ανάσες»

«Επιμένω να γράφω για αφανείς κάθε εποχής», δήλωσε πρόσφατα η Ιωάννα Καρυστιάνη σε μια συνέντευξή της. Κι έτσι είναι. Ο κόσμος της –αν όχι πάντα, σίγουρα τις περισσότερες φορές– είναι ο κόσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων που ζούνε καθημερινές ζωές και… κρύβουν λίγο-πολύ καθημερινά πάθη και μυστικά.

Θα πρόσθετα ακόμα πως ο κόσμος της –πιο σωστά, το μυθιστορηματικό σύμπαν αυτής της συγγραφέα– είναι η χώρα της. Η Ελλάδα. Μια μικρή περιοχή στα νότια της Ευρώπης. Και εδώ, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, αυτός ο κόσμος γίνεται ακόμα πιο μικρός – ένα κουκούτσι.

Κουκούτσι λένε και το φανταστικό νησάκι όπου η Καρυστιάνη τοποθετεί την ιστορία της. Μικρός τόπος, αλλά γι’ αυτούς που εκεί ζούνε δεν μπορεί ως ελάχιστος, ασήμαντος να θεωρείται.

«Πώς όμως ο τόπος όπου αναπνέουμε, σκεφτόμαστε τα πάντα και ερωτευόμαστε μπορεί να είναι ασήμαντος;» ένα από τα πρόσωπα του έργου θα πει. Και σε μη ασήμαντους τόπους, μόνο ως σημαντικά βιώνονται τα γεγονότα.

Η ιστορία του μυθιστορήματος ξεκινά με την αναγνώριση του πτώματος ενός άνδρα από τη γυναίκα του. Είχε εξαφανιστεί, βρέθηκε πνιγμένος. Πτώμα αγνώριστο. Αλλά αναγνωρίσιμο για εκείνη που βιώνει την απουσία με τρόπο τραγικό και αναζητά τη βεβαιότητα του θανάτου.

Αλλά αν τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας κεντάνε τις εξελίξεις στις ζωές μας, το ίδιο καθοριστικές είναι και οι στιγμές όπου ο θάνατος πρωταγωνιστεί. Ο πνιγμός ενός άνδρα, ο λόγος και ο τρόπος που αυτός έγινε, μπορεί να ερμηνεύεται από έναν άλλον πνιγμό, παλαιοτέρων ετών;

Κι έτσι ξεκινά το κουβάρι των αντιδράσεων όσων από τον έναν θάνατο έχουν καταφέρει να επιβιώσουν έως τον άλλο. Η γυναίκα του προσφάτως εξαφανισθέντος, η κόρη της, οι στενές φιλενάδες της, οι δυο φίλοι του. Διάφοροι επαγγελματίες, αστυνομικοί, περιστασιακοί τουρίστες και μόνιμοι επισκέπτες. Όλη σχεδόν η κοινωνία του μικρού νησιού. Τα άτομα που ζούνε σε μικρούς τόπους τα συνδέουν μυστικά και ενοχές, ίσως περισσότερο από εκμυστηρεύσεις και αλληλοβοήθειες.

Η Καρυστιάνη, με αργούς ρυθμούς αφήγησης, θα ξετυλίξει τις ζωές των ηρώων της. Οι περισσότεροι είναι πρόσωπα που μεγάλωσαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με τον δικό του τρόπο το καθένα εκφράζει το σημερινό του αδιέξοδο. Δικό του και μόνο; Ή μπορεί το ατομικό να συνθέτει το ομαδικό;

Άρα γι’ αυτό απόλυτα ευθύβολο ως προς τον στόχο που επέλεξε να σημαδέψει – όχι την καρδιά, μα τον νου. Κι έτσι, από τα συναισθήματα των ηρώων γεννιούνται οι σκέψεις του αναγνώστη.

Το μυστικό που φέρνει στη μνήμη ο πρόσφατος πνιγμός, έτσι όπως αυτό είχε σημαδευτεί από μια κόκκινη κηλίδα πάνω σε βράχο, συμβολίζει την αποτυχία μιας γενιάς που δεν κατάφερε να μετατρέψει τα όνειρά της σε πραγματικότητα.

Αλλά –στο σημείο αυτό, η συγγραφέας είναι ξεκάθαρη– ελπίδα για το αύριο υπάρχει. Κάποιοι νέοι άνθρωποι την υποστηρίζουν. Γιατί ξέρουν να ερωτεύονται την ώρα που συμμετέχουν στα κοινά. Γιατί δεν αφήνουν τις ενοχές να τους πνίξουν, μα αποφασίζουν την αντίδραση και την υποστήριξη εκείνων που διασχίζουν τη θάλασσα που περιβάλλει τον μικρό τόπο – το Κουκούτσι ή την Ελλάδα, αδιάφορο μιας και είναι το ίδιο.

Μυθιστόρημα που κάθε λίγο και λιγάκι ανασύρει πρόσωπα μιας επικαιρότητας που πλέον έχει ξεχαστεί, ενώ επίσης φωτίζει στιγμές πιο πρόσφατες, Άραγε, πόσο σύντομα κι αυτές θα εγγραφούν στα κιτάπια μιας μισόθαμπης μνήμης;

Μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί ως πρόσχημα ένα κεντρικό συμβάν για να απλωθεί και να μετατραπεί σε τοιχογραφία ομαδικών καταστάσεων. Τελικά έργο κοινωνικού συνόλου κι όχι τόσο ατομικών περιπτώσεων.

Μυθιστόρημα γραμμένο σε μια γλώσσα που συχνά καταργεί τους κανόνες σύνταξης και στίξης. Αλλά έτσι λες και η ροή της αφήγησης αποκτά από τη μια ένα αίσθημα άγχους και από την άλλη μια δύναμη σκαπτικού εργαλείου: «Στα δεξιά του χωματόδρομου ιδού η συστάδα με τις αγριοπασχαλιές που εκείνος είχε φυτέψει, Στέλιο, θα ξανάρθω όταν ανθίσουν, του είπε σαν να τον είχε δίπλα της».

Η Καρυστιάνη στήνει ζωντανά, καθημερινά πρόσωπα, επιλέγει λεπτομέρειες που κανείς δεν προσέχει και παράλληλα φιλοσοφεί: «Το Μιτσουμπίσι συμβόλιζε τον Στέλιο. Στο ντουλαπάκι φάτσα στη θέση του συνοδηγού βρισκόταν ακόμη μια περσινή εξέταση αίματος, το κουβάρι σπάγγου και μια καρτέλα Simeco για τις καούρες στο στομάχι του».

Το Χίλιες ανάσες είναι ένα μυθιστόρημα πολυπρόσωπο και πολυσήμαντο. Με πολλούς τρόπους μπορεί να διαβαστεί – ως πολιτικό σχόλιο, ως κοινωνική καταγραφή, ως παρακολούθηση ατομικών συναισθημάτων. Εγώ το διάβασα ως ένα ιδιότυπα λαϊκό ανάγνωσμα που χρησιμοποιεί με έναν θυμό (ή και πάθος) τις λέξεις. Άρα γι’ αυτό απόλυτα ευθύβολο ως προς τον στόχο που επέλεξε να σημαδέψει – όχι την καρδιά, μα τον νου. Κι έτσι, από τα συναισθήματα των ηρώων γεννιούνται οι σκέψεις του αναγνώστη.

 

Κείμενο: Μάνος Κοντολέων

Πηγή: www.diastixo.gr