Άρθρα

Λευκάδιος Χέρν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (β΄ μέρος), της Μένης Πουρνή

Η διαμονή του Λευκάδιου Χερν στη Νέα Ορλεάνη αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Έζησε εκεί περίπου για μια δεκαετία δουλεύοντας ως αρθρογράφος σε εφημερίδες. Ο τρόπος δουλειάς του στην εφημερίδα Daily City Item άλλαξε άρδην το χαρακτήρα της εφημερίδας. Την ίδια περίοδο δούλεψε ως χαράκτης δημιουργώντας αξιόλογα χαρακτικά, ασχολία την οποία εγκατέλειψε επειδή επηρέαζε την ήδη επιβαρυμένη όρασή του. Στα τέλη του 1881 ανέλαβε τη θέση αρχισυντάκτη στην εφημερίδα Times Democrat. Εδώ καταπιάστηκε και πάλι με τις  μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, κυρίως Γάλλων, βοηθώντας το έργο των Ανατόλ Φρανς, Ζεράρ ντε Νερβάλ και ιδίως του Πιέρ Λοτί, που επηρεασε πολύ και το λογοτεχνικό έργο του ίδιου του Χερν, να γίνουν γνωστά στις Η.Π.Α. . Δημοσίευσε, επίσης, σε άλλα έντυπα άρθρα για τους Φιλιππινέζους στην Αμερική, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική.

Γενικότερα, τα άρθρα του Χερν βοήθησαν να γίνει περισσότερο γνωστή η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής της Νέας Ορλεάνης που εκείνη την εποχή θύμιζε περισσότερο την Ευρώπη και την Καραϊβική. Τα γνωστότερα βιβλία που έγραψε ο Χερν κατά την παραμονή του εκεί είναι: «Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών» (1885), «Η κρεολική κουζίνα» (1885), «Μία ανάμνηση του χαμένου νησιού» (1889). Από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν.

Το Harper’s έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: «Δυο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα», η «Ιστορία μιας σκλάβας των Δυτικών Ινδιών», που δημοσιεύθηκαν το 1890.

Ωστόσο ο αποφασιστικός σταθμός στη ζωή του δεν είχε έλθει ακόμη.

Το 1890 πήγε ως απεσταλμένος μίας εφημερίδας στο Τόκιο. Η αποστολή γρήγορα τελείωσε αλλά ο Χερν αποφάσισε να παραμείνει. Με τη βοήθεια ενός Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο διορίστηκε καθηγητής στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε την Σέτσου Κοιζούμι, κορη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι. Μαζί απέκτησαν τρεις γιους και μια κόρη, τους Κάζουο, Ιβάο, Κιγιόσι και την Σουτζούκο. Στα τέλη της επόμενης χρονιάς και πάλι με τη βοήθεια του Άγγλου φίλου του, μετακομίζει στην πόλη Κουμαμότο ως καθηγητής στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Εκεί ολοκλήεωσε και το πρώτο του βιβλίο σε ιαπωνικό έδαφος με τίτλο «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» (1894).Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle και μετακόμισε στο Κόμπε.

Ζώντας στην Ιαπωνία τη εποχή του δυτικού εκσυγχρονισμού της, ο Χερν αγάπησε παράφορα τον παλιό πολιτισμό και τις παραδόσεις της Ιαπωνίας που χάνονταν κατά τη διάρκειά του. Διέθετε μία τεράστια βιβλιοθήκη που αποτελούνταν από 2400 τόμους, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο της Τογιάμα. Οι σημειώσεις του στο περιθώριο των σελίδων τους θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης. Όσα χρήματα κέρδιζε, τα διέθετε στην αγορά βιβλίων.

Ο τρόπος που έγραψε τις ιαπωνικές ιστορίες του έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας παλιός του μαθητής από το Ματσούε, τον οποίο είχε προσλάβει ως γραμματέα, ο Μασανομπού Ότανι, συγκέντρωνε για λογαριασμό του κείμενα από παλιά βιβλία. Αυτό το υλικό ο Χερν το επεξεργαζόταν με τη βοήθεια της συζύγου του. Της έδινε να διαβάσει τις ιστορίες και κατόπιν ζητούσε να του τις αφηγηθεί, αφού πρώτα τις είχε αφομοιώσει. Της έλεγε: «Δεν θέλω να μου τις διαβάζεις από το βιβλίο. Προτιμώ τις δικές σου λέξεις και φράσεις. Διαφορετικά δεν μου κάνει».

Τον Ιανουάριο του 1896 πολιτογραφείται Ιάπωνας με το όνομα Γιάκουμο Κοιζούμι, λαμβάνοντας ουσιαστικό το επώνυμο της συζύγου του. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους αρχίζει να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό  του Τόκιο ως το 1903. Το 1904 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο.

Ήταν ιδιαίτερα μοναχικός και κλεινόταν επί ώρες στο γραφείο του με συντροφιά τους ήρωες του. Όταν η όρασή του χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, παρήγγειλε ένα τραπέζι πολύ ψηλότερο από το συνηθισμένο, που έφτανε σχεδόν μέχρι τον λαιμό του ώστε να μπορεί να γράφει κολλώντας τη μύτη του στο χαρτί χωρίς να σκύβει. Θεωρείται ο πιο αυθεντικός δυτικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας.

Τον ιούλιο του 2014 εγκαινιάστηκε μουσείο με το όνομά του στη Λευκάδα. Υπάρχει επίσης ένα πολιτιστικό κέντρο με το όνομα του Χερν στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στην Ιαπωνία τρία κύρια μουσεία για τον Λευκάδιο Χερν βρίσκονται στο Ματσούε, στο Κουμαμότο και στο Γιαϊζού.

Τα έργα του της περιόδου της Ιαπωνίας είναι:

  1. Glimpses of Unfamiliar Japan (1894)

 

  1. Out of the East: Reveries and Studies in New Japan (1895)

 

  1. Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life (1896)

 

  1. Gleanings in Buddha-Fields: Studies of Hand and Soul in the Far East (1897)

 

  1. Exotics and Retrospectives (1898)

 

  1. Japanese Fairy Tales (1898-1922), πέντετεύχη

 

  1. In Ghostly Japan (1899)
  1. Shadowings (1900)

 

  1. A Japanese Miscellany (1901)

 

  1. Kotto: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs (1902)

 

  1. Kwaidan: Stories and Studies of Strange Things (1904)

 

  1. Japan: AnAttemptatInterpretation (1904), το οποίο εκδόθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του.

Λευκάδιος Χερν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (α΄ μέρος), της Μένης Πουρνή

Λευκάδιος Χερν, ένας Έλληνας στην Ιαπωνία (α΄ μέρος)

Όπως και ο συμπατριώτης του από τα Επτάνησα, ομηρικός Οδυσσέας, έτσι και ο ΛευκάδιοςΧερν έζησε μία ζωή εξίσου περιπετειώδη και μυθιστορηματική. Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στη Λευκάδα και το πλήρες όνομά του ήταν Πάτρικ Λευκάδιος Χερν. Πατέρας του ήταν ο ιρλανδικής καταγωγής χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν και της ευγενούς καταγωγής καθολικής Ελληνίδας Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Οι γονείς του παντρεύτηκαν με ορθόδοξο γάμο και το σπίτι που γεννήθηκε στην Λευκάδα υπάρχει ακόμη.Την ίδια χρονιά ο πατέρας του πήρε προαγωγή σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες στην Καραϊβική. Θεωρώντας ότι ο γάμος του με μία αλλόθρησκη θα μπορούσε να βλάψει τις επαγγελματικές προοπτικές και επειδή η οικογένειά του δεν ενέκρινε το γάμο του δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του. Το 1852 κανονίζει η γυναίκα του και οι γιοι του να ζήσουν στο Δουβλίνο με τους δικούς του όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής λόγω των πολιτισμικών διαφορών. Τελικά περιήλθαν στην επιμέλεια της θείας του Τσαρλς Χερν, Σάρα Μπρέναν. Το 1853 ο Τσαρλς Χερν επέστρεψε με άδεια στην Ιρλανδία αλλά ο γάμος του με τη Ρόζα Κασιμάτη έπνεε ήδη τα λοίσθια. Όταν έφυγε στον πόλεμο της Κριμαίας η Ρόζα ήταν ξανά έγκυος και τελικά επέστρεψε στην πατρίδα της όπου γέννησε τον τρίτο γιο της και ξαναπαντρεύτηκε αμέσως μετά την ακύρωση του γάμου τους όπως και ο ίδιος ο Τσαρλς Χερν.

Ο Λευκάδιος πέρασε στην πλήρη κηδεμονία της θείας του Σάρα όπου έλαβε κατ’ οίκον μαθήματα και διάβασε πολύ ελληνική μυθολογία στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της.Μεγαλώνοντας και βλέποντας ότι απομακρύνεται από την καθολική θρησκεία η θεία του τον έγραψε σε ένα καθολικό σχολείο όπου βαριόταν αφόρητα αλλά έμαθε άπταιστα γαλλικά. Το 1863 γράφτηκε σε μια θεολογική σχολή. Σε ένα ατύχημα στην αυλή του σχολείου τραυμάτισε το μάτι του και τελικά το έχασε ενώ σε συνδυασμό με την διαρκώς αυξανόμενη μυωπία του κουβαλούσε πάντα μαζί του έναν μεγεθυντικό φακό για να βλέπει καλύτερα σε μακρινή απόσταση. Γι’ αυτό στις φωτογραφίες εικονίζεται πάντα προφίλ.  Το 1867 ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας του την οδήγησε σε χρεωκοπία και κατέληξε να ζει στο Ηστ Εντ του Λονδίνου με την πρώην υπηρέτρια της περιφερόμενος άσκοπα. Το 1869 τον έστειλε στην Αμερική με οδηγίες να βρει την αδερφή του διαχειριστή της η οποία του έδωσε μόνο 5 δολάρια και ευχές για καλή τύχη. Για αρκετό καιρό ζει εξαθλιωμένος ώσπου γνωρίζει τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή ΧένριΓουότκινς που του δίνει δουλειά στο τυπογραφείο του. Την ίδια εποχή συχνάζει στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σινσινάτι που διέθετε 50000 τόμους. Το 1871 ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας του του ανακοινώνει ότι πέθανε χωρίς να αναφέρει ότι τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη της.

Από το 1872 ως το 1875 δουλεύει στην εφημερίδα The Cincinnati Enquirer. Εντυπωσιάζει γράφοντας άρθρα για τους τοπικούς φόνους και τα άτομα του περιθωρίου. Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008. Το 1874 εκδίδει με τον ΧέρνιΦάρνι ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την ΑφροαμερικανίδαΑλίθιαΦόλευ. Κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με τους νόμους της εποχής της πολιτείας του Οχάιο περί επιμειξίας. Τον Αύγουστο του 1875 η εφημερίδα τον απέλυσε εξαιτίας των αντικληρικαλιστικών του απόψεων και τα παράπονα που δέχτηκε από την τοπική εκκλησία με αφορμή τον ανάρμοστο γάμο του. Γρήγορα προσελήφθη από αντίπαλη εφημερίδα και η παλιά του εφημερίδα του έκανε αντιπρόταση την οποία απέρριψε εξοργισμένος. Ο Χερν και Φόλευ χώρισαν οριστικά το 1877. Αρχίζει να ασχολείται ολοένα και περισσότερο με την μετάφραση αρχίζοντας με τα έργα του Γάλλου συγγραφέα Θεόφιλου Γκωτιέ. Απογοητευμένος πια από τη ζωή στο Σινσινάτι και με την υποστήριξη του φίλου του Χ. Γουότκινς και του έκδοτη της νέας του εφημερίδας Cincinnati Commercialπηγαίνει να ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για τηνCommercial στη στήλη Gateway to the Tropics.

Συνεχίζεται…