Άρθρα

Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός…. της Μένης Πουρνή

Διονύσιος Σολωμός, ο ποιητής που ανανέωσε την ελληνική ποίηση χωρίς να ξέρει ελληνικά

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1798 στη Ζάκυνθο. Πατέρας του ήταν ο ευγενής κόντες Νικόλαος Σολωμός και μητέρα του η ταπεινής καταγωγής υπηρέτρια του σπιτιού του, Αγγελική Νίκλη. Έχοντας χηρέψει από την πρώτη γυναίκα του, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, ο Νικόλαος Σολωμός συνήψε δεσμό με την Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Διονύσιο και τον Δημήτριο. Λίγο πριν το θάνατο του πατέρα του, το 1807, οι γονείς του παντρεύτηκαν και τα παιδιά απέκτησαν τα δικαιώματα νόμιμων κληρονόμων. Η οικογένειά του καταγόταν μάλλον από την Κρήτη. Ο Διονύσιος έμεινε στη Ζάκυνθο ως το 1808 υπό την επίβλεψη ενός Ιταλού πρόσφυγα, του αβά Σάντο Ρόσι. Ωστόσο λέγεται πως αυτό συνέβη και γιατί η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε.

Το 1808 αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του. Αρχικά γράφτηκε στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία, όμως δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στο αυστηρό πνεύμα του σχολείου. Έτσι, πήγε στο Λύκειο της Κρεμόνα από όπου αποφοίτησε το 1815. Έπειτα γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Το 1817 αποφοίτησε από την Νομική Σχολή. Παράλληλα καθώς γνώριζε άπταιστα την ιταλική γλώσσα είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα φανερώνοντας το λογοτεχνικό ταλέντο του. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνην την περίοδο ήταν το Odeperlaprimamessa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία) και Ladistruzione di Gerusalemme ( Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ). Ήρθε, επίσης, σε επαφή με τους ιταλικούς λογοτεχνικούς κύκλους και τις ιδέες του διαφωτισμού.

Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο. Στο νησί υπήρχε ήδη αξιόλογη πνευματική κίνηση και εκεί σύντομα γνωρίζεται με ένα κύκλο σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων όπως ο Α. Μάτεσης, ο Γ. Τερτσέτης, ο Α. Ταγιαπιέρας και ο Ν. Λούντζης. Γράφει ακόμη στα ιταλικά και  τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο RimeImprovvisate, η μοναδική ζώντος του Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή. Παράλληλα συλλέγει δημοτικά τραγούδια από όλη την Ελλάδα προκειμένου να αντλήσει υλικό για την δική του ποίηση που σχεδιάζει να γράψει στα ελληνικά. Ο Σολωμός δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και κατέφυγε στη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών για να βελτιώσει τις γνώσεις του καθώς δεν υπήρχε αξιόλογο ποιητικό έργο στη δημοτική γλώσσα στην οποία ήθελε να γράψει.

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό της συνάντησης του Σολωμού με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου.

Τον Μάιο του 1823 ολοκλήρωσε το μεγαλόπνοο έργο του «Ύμνος εις την ελευθερίαν», του οποίου οι πρώτες στροφές αποτελούν τον Εθνικό Ύμνο της χώρας, εμπνευσμένο από την Επανάσταση του 1821 και την πολιορκία του Μεσολογγίου. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1824 και  στην Ευρώπη σε μετάφραση το 1825. Η φήμη του απλώθηκε παντού και στην Ελλάδα τον θαύμαζαν εξαιτίας του ως το θάνατό του καθώς τα υπόλοιπα ημιτελή έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό προσωπικό του κύκλο.Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η «Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», « Η Καταστροφή των Ψαρών», ο «Διάλογος», η «Γυναίκα της Ζάκυθος» .Οι οικονομικές διαφορές με τον αδερφό του Δημήτριο τον οδήγησαν να μετοικήσει στην Κέρκυρα όπου του ταίριαζε περισσότερο το περιβάλλον. Ξεκινά να μελετάει γερμανική φιλοσοφία και να επεξεργάζεται τα έργα «Η γυναίκα της Ζάκυθος» και «Λάμπρος».

Το 1833 εκδικάζονται οι περιουσιακές διαφορές που είχε με τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Λεονταράκη. Ο Σολωμός δικαιώνεται αλλά αποξενώνεται από την μητέρα του για υποστήριξε τον αδελφό του. Παράλληλα επεξεργάζεται τα ημιτελή του έργα «Ο Κρητικός», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο πόρφυρας». Στην Κέρκυρα συναναστρέφεται πολλά αξιόλογα πρόσωπα όπως οι  Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο ΕρμάννοςΛούντζης, ο NicoloTommaseo, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς. Από αυτούς οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς θεωρούνται μαθητές του.

Από το 1847 και μετά ξεκινά να γράφει και πάλι στα ιταλικά. Το πιθανότερο όμως είναι ότι τα έργα αυτά θα τα μετέφερε και στα ελληνικά. Μία σειρά προβλημάτων υγείας από το 1851 τον οδηγούν σταδιακά στην απομόνωση.Από το 1856 δεν έβγαινε πια από το σπίτι. Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1857 και το νησί της Κέρκυρας τον πένθησε πάνδημο. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.

Ο Διονύσιος Σολωμός έφερε μία ισχυρή ανανεωτική πνοή στην νέα ελληνική ποίηση, αν και αρχικά δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα και επιλέγοντας να γράψει στη δημοτική ενώ όλοι οι σύγχρονοί του έγραφαν στην καθαρεύουσα προκειμένου να καταδείξουν την άμεση σχέση της σύγχρονης Ελλάδας με την αρχαιότητα. Φράσεις από τα ποιήματά του έμειναν παροιμιώδεις («Μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά», «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει») και έγιναν η βάση για να αναδειχτούν πολλοί μεγάλοι μελλοντικοί ποιητές. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τον «Κρητικό»:

1(18)

 

………………………………………………

 

Ἐκοίταα, κι ἤτανεμακριὰἀκόμητ᾿ἀκρογιάλι·

 

«ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰξαναφέξε πάλι!».

 

Τρία ἀστροπελέκιαἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ᾿ἄλλο,

 

πολὺκοντὰστὴν κορασιά, μὲ βρόντημα μεγάλο·

 

5 τὰ πέλαγα στὴνἀστραπὴ κι ὁ οὐρανὸςἀντήχαν,

 

οἱἀκρογιαλιὲςκαὶτὰβουνὰμ᾿ὅσεςφωνὲς κι ἂνεἶχαν.

 

 

 

2(19)

 

 

 

Πιστέψετε π᾿ὅ,τιθὰπῶεἶν᾿ἀκριβὴἀλήθεια,

 

μὰτὲςπολλὲςλαβωματιὲςποὺμὄφαγαντὰ στήθια,

 

μὰτοὺς συντρόφους πὄπεσανστὴν Κρήτη πολεμώντας,

 

μὰτὴνψυχὴποὺμ᾿ἔκαψετὸν κόσμο ἀπαρατώντας.

 

5 (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγὼτὸ σάβανο τινάζω,

 

καὶ σχίζω δρόμο καὶτς᾿ἀχνοὺςἀναστημένους κράζω:

 

«Μὴνεἴδετετὴνὀμορφιὰποὺτὴν Κοιλάδα ἁγιάζει;

 

Πέστε, νὰἰδεῖτετὸκαλὸἐσεῖς κι ὅ,τισᾶς μοιάζει.

 

Καπνὸςδὲ μένει ἀπὸτὴγῆ· νιὸςοὐρανὸςἐγίνη·

 

10 Σὰνπρῶταἐγὼτὴνἀγαπῶκαὶθὰκριθῶμ᾿αὐτήνη».

 

«Ψηλὰτὴνεἴδαμε πρωί· τῆςτρέμαντὰ λουλούδια,

 

στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺἐβγῆκεμὲ τραγούδια·

 

ἔψαλλετὴνἈνάστασηχαροποιὰ ἡ φωνή της,

 

κι ἔδειχνενἀνυπομονιὰγιὰνὰ῾μπειστὸ κορμί της·

 

15 ὁ οὐρανὸςὁλόκληροςἀγρίκαε σαστισμένος,

 

τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·

 

καὶ τώρα ὀμπρὸςτὴνεἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·

 

ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖκαὶκάποιονε γυρεύει»).